- αμφίεδρος
- ος , ον гранёный;
αμφίεδροι αδάμαντες — бриллианты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμφίεδροι αδάμαντες — бриллианты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμφίεδρος — η, ο αυτός που έχει έδρες και στις δύο πλευρές του «αμφίεδροι αδάμαντες», τα μπριλάντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι * + εδρος < έδρα] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek